- νηπυτιεύομαι
- νηπυτιεύομαι (Α) [νηπύτιος]συμπεριφέρομαι σαν νήπιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νηπυτιευόμενοι — νηπυτιεύομαι play child s tricks pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)